λυσσαίνω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
rave, τινι against one, S.Ant.633.
French (Bailly abrégé)
part. prés.
être en fureur contre, τινι.
Étymologie: λύσσα.
Russian (Dvoretsky)
λυσσαίνω: быть в бешенстве, неистовствовать от гнева (τινί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
λυσσαίνω: εἶμαι λυσσασμένος, τινι, ἐναντίον τινός, Σοφ. Ἀντ. 633.
Greek Monolingual
λυσσαίνω (Α) λύσσα
είμαι πάρα πολύ οργισμένος με κάποιον.
Greek Monotonic
λυσσαίνω: μαίνομαι τινί, εναντίον κάποιου, σε Σοφ.
Middle Liddell
λυσσαίνω,
to rave, τινί against one, Soph.