λυθρώδης
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
ες, defiled with gore, LXX Wi.11.6, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
souillé de sang et de poussière.
Étymologie: λύθρον, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
λυθρώδης: покрытый кровью, окровавленный (χεῖρες Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λυθρώδης: -ες, (εἶδος) μεμολυσμένος, κεκηλιδωμένος δι’ αἵματος, Ἀνθ. Π. 9. 258, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΑ΄, 7).
Greek Monolingual
λυθρώδης, -ῶδες (Α) λύθρος
κηλιδωμένος ή ανάμικτος με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.).
Greek Monotonic
λυθρώδης: -ες (εἶδος), μολυσμένος με ακάθαρτο αίμα, σε Ανθ.
Middle Liddell
λυθρ-ώδης, ες εἶδος
defiled with gore, Anth.
German (Pape)
ες, mit Mordblut besudelt, blutig, χεῖρες, Antiphan. 7 (IX.258).