μαχλοσύνη

From LSJ
Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαχλοσύνη Medium diacritics: μαχλοσύνη Low diacritics: μαχλοσύνη Capitals: ΜΑΧΛΟΣΥΝΗ
Transliteration A: machlosýnē Transliteration B: machlosynē Transliteration C: machlosyni Beta Code: maxlosu/nh

English (LSJ)

ἡ, lewdness, lust, of Paris, Il.24.30 (rejected by Aristarch. as a word peculiar to women, but used of Paris as effeminate), cf. Hes.Fr.28, Hdt.4.154, Adam.1.10, AP5.301.10 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lubricité, impudicité.
Étymologie: μάχλος.

Russian (Dvoretsky)

μαχλοσύνη: (ῠ) ἡ похотливость, распущенность Hom. etc.

Greek (Liddell-Scott)

μαχλοσύνη: αἰσχρότης, ἀκολασία, ἀσέλγεια, λαγνεία ἐπὶ τοῦ Πάριδος, Ἰλ. Ω. 30 (ἔνθα ἀπορρίπτεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι ἡ λέξ. αὕτη ἀποδίδοται μόνον εἰς τὰς γυναῖκας, ἴδε μάχλος), πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 5, Ἡρόδ. 4. 154· - ἀλλ’ ὅμως ὁ Ὅμηρ. ὁμιλεῖ περὶ τοῦ Πάριδος, ὡς θηλυπρεποῦς ἀνδρός.

English (Autenrieth)

(μάχλος): lust, indulgence, Il. 24.30†.

Greek Monolingual

μαχλοσύνη, ἡ (Α) μάχλος
(ειδικά για τον Πάρη) αισχρότητα, ακολασία, ασέλγεια, λαγνεία («τὴν δ' ἤνησ', ἣ οἱ πόρε μαχλοσύνην ἀλεγεινήν», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

μαχλοσύνη: ἡ, λαγνεία, πόθος, ακολασία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.

Middle Liddell

μαχλοσύνη, ἡ, [from μάχλος
lewdness, lust, wantonness, Il., Hdt.

German (Pape)

ἡ, Üppigkeit, Wollust, Geilheit, Il. 24.30, vom Paris, deshalb wurde der Vers von Aristarch für unecht erklärt, da μάχλος und die davon abgeleiteten nur von Weibern gebraucht würden, wie Hes. frg. 5 und Her. 4.154 und sp.D., wie Agath. 3 (V.302), Man. 6.130, 190; aber es soll wohl eben die weibische, eines Mannes unwürdige Üppigkeit des Paris tadelnd damit bezeichnet werden.