τριετηρίς
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
(sc. ἑορτή), ίδος, ἡ, A triennial festival, i. e. celebrated every third year (inclusively), = in alternate years, Pi.N.6.40, IG22.1672.258,262, OGI51.27 (Egypt, iii B. C.), 299.17, 331.8 (both Pergam., ii B. C.), IG12(1).730.15 (Camirus, ii/i B. C.): pl., Hdt.4.108, E.Ba.133 (lyr.), Pl.Lg.834e; in full, τ. θυσίαι D.S.4.3; τ. ἑορταί Artem.4.39. 2 (sc. περίοδος) cycle or period of three (two) years, h.Hom.1.11, Arist.Pol.1308b1, IG12(1).155.50 (Rhodes, ii B. C.), PGrenf.2.69.22 (iii A. D.): so τ. ὧραι Orph.H.54.3. 3 γυναῖκες τ. celebrating the triennial festival, Opp.C.4.235.
French (Bailly abrégé)
ίδος
triennal ; ἡ τριετηρίς (ἑορτή) fête triennale.
Étymologie: τριετής.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριετηρίς -ίδος, ἡ [τριέτης] tweejaarlijks feest periode van drie jaar:. διὰ τριετηρίδος om de twee jaar Aristot. Pol. 1308b1.
Russian (Dvoretsky)
τριετηρίς: ίδος adj. f совершаемая раз в трехлетие (θυσίαι Διονύσῳ Diod.).
ίδος ἡ
1 (sc. ἑορτή) празднество, справляемое раз в три года Pind., Her., Eur., Plat.;
2 (sc. περίοδος) трехлетие HH, Arst.
English (Slater)
τρῐετηρῐς biennial festival ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι (the Isthmian Games) (N. 6.40)
Greek Monotonic
τριετηρίς: (ενν. ἑορτή), -ίδος, ἡ,
1. εορτή που τελείται κάθε τρία χρόνια, σε Ηρόδ., Ευρ.
2. (ενν. περίοδος), κύκλος ή περίοδος τριών ετών, σε Ομηρ. Ύμν., Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
τριετηρίς: (ἐξυπ. ἑορτή), ίδος, ἡ, κατὰ τριετίαν τελουμένη ἑορτή, μάλιστα τοῦ Διονύσου, ἀλλὰ καὶ τοῦ Ποσειδῶνος, τῆς Ἥρας καὶ ἄλλων θεοτήτων, ἐν τῷ ἑνικῷ, Πινδ. Ν. 6. 69· ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 4. 108, Εὐρ. Βάκχ. 133, Πλάτ. Νόμ. 834Ε. 2) (ἐξυπακουομένου τοῦ περίοδος), κύκλος ἢ περίοδος τριῶν ἐτῶν, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 8, 10· - οὕτω, τ. ὧραι Ὀρφ. Ὕμν. 53. 3· τ. θυσίαι Διόδ. 4. 3. 3) γυναῖκες τ., ἑορτάζουσαι τὴν τριετηρίδα, Ὀππ. Κυνηγ. 4. 235· ἀνθ’ οὗ ὁ Ἐπιφάνιος ἔχει τριετηρῖτις, ἡ.
Middle Liddell
1. (sc. ἑορτή) a triennial festival, Hdt., Eur.
2. (sub. περίοδοσ), a period of three years, Hhymn., Arist.
English (Woodhouse)
German (Pape)
ίδος, ἡ, eigtl. bes. fem. zu τριέτηρος, gew. als subst., sc. ἑορτή, ein dreijähriges, alle drei Jahre wiederkehrendes Fest, bes. des Poseidon, der Hera, des Bacchus, Pind. N. 6.41; plur., Her. 4.108, wie Eur. Bacch. 133 und Plat. Legg. VIII.834e. – Ein Zeitraum von drei Jahren, sc. περίοδος.