ὑποδμώς
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ῶος, ὁ, servant, Ποσειδάωνος Od.4.386, Matro Conv.62.
French (Bailly abrégé)
ῶος (ὁ) :
serviteur subalterne, ou simpl. serviteur.
Étymologie: ὑπό, δμώς.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδμώς: ῶος ὁ раб, слуга (τινος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδμώς: -ῶος, ὁ, δευτερεύων δοῦλος, τινος Ὀδ. Δ., πρβλ. ὑποδρηστήρ.
English (Autenrieth)
under-servant, underling, Od. 4.386†.
Greek Monolingual
-ῶος, ὁ, Α
υποδεέστερος δούλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δμώς «δούλος, υπηρέτης»].
Greek Monotonic
ὑποδμώς: -ῶος, ὁ, δευτερεύων δούλος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὑπο-δμώς, ῶος, ὁ,
an under-servant, Od.
German (Pape)
ῶος, ὁ, Diener, Untergebener, = δμώς, Homerisch das Komposit. = dem simplex, ὁ ὑπό τινι ὢν δμώς, Hom. einmal, Od. 4.386 Πρωτεὺς Ποσειδάωνος ὑποδμώς, parodiert von Matro bei Athen. 4.135f. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 108.