ἀνάσχεσις

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάσχεσις Medium diacritics: ἀνάσχεσις Low diacritics: ανάσχεσις Capitals: ΑΝΑΣΧΕΣΙΣ
Transliteration A: anáschesis Transliteration B: anaschesis Transliteration C: anaschesis Beta Code: a)na/sxesis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀνέχομαι) A holding up, lifting up, προβοσκίδος, of an elephant, Plu.2.972b. 2 holding in suspense, τῶν δεινῶν Id.Num.13. 3 ἀ. ἡλίου rising of the sun, Arist.Mu.393b2(pl.).

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 salida ἡλίου Arist.Mu.393b2
elevación προβοσκίδος Plu.2.972b.
2 suspensión τῶν δεινῶν Plu.Num.13.

German (Pape)

[Seite 210] ἡ, 1) das sich Erheben, ἡλίου, Sonnenaufgang, Arist. mund. 3, 10. – 2) das Ertragen, Dulden, Plut. Num. 13 τῶν δεινῶν.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 lever du soleil;
2 suspension ou cessation (d'un fléau).
Étymologie: ἀνέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάσχεσις: εως ἡ
1 поднятие (χειρός Plut. - v.l.);
2 восход (τοῦ ἡλίου Arst.);
3 устранение, прекращение (τῶν δεινῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάσχεσις: -εως, ἡ, (ἀνέχομαι) τὸ ἀνέχεσθαι, ἀνοχή, καρτέρησις, τῶν δεινῶν Πλουτ. Νουμ. 13. 2) ἀν. ἡλίου, ἡ ἀνατολὴ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 10· πρβλ. ἀνατολή, ἀνοχή.

Greek Monotonic

ἀνάσχεσις: -εως, ἡ (ἀνέχομαι), ανοχή, εγκαρτέρηση, τῶν δεινῶν, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[ἀνέχομαι]
a taking on oneself, endurance, τῶν δεινῶν Plut.

Mantoulidis Etymological

(=ἀνοχή, καρτέρηση). Ἀπό τό ἀνέχω ἀπό ὅπου καί οἱ λέξεις ἀνοχή, ἀνοχεύς, ἀνεκτός (=ὑποφερτός), ἀνεκτέος, ἀνεκτικός, ἀνασχετός (=ὑποφερτός). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.