συνυποκρίνομαι
English (LSJ)
[ῑ], accommodate oneself by pretending, Plb.3.31.7; συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτούς Id.3.52.6: σ. τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ helping M. to maintain his pretence, Plu.Mar.14; συνυπεκρίνετο τοῖς προθύμως . . διακειμένοις pretended to agree with the eager spirits, Plb.3.92.5, cf. Ep.Gal.2.13, Plu.Mar.17.
French (Bailly abrégé)
aider à feindre : τινί τι aider qqn à feindre qch, appuyer un prétexte donné par qqn.
Étymologie: σύν, ὑποκρίνομαι.
French (New Testament)
agir d'une manière hypocrite avec
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνυποκρίνομαι [σύν, ὑποκρίνω] (samen met...) doen alsof, (samen met...) meespelen; abs. het spel meespelen:; NT Gal. 2:13; met acc. en dat.: ἀπιθάνως συνυποκρίνεσθαι τὸ προσποίημα τῷ Μαρίῳ op ongeloofwaardige wijze het spel (het voorwendsel) meespelen met Marius Plut. Mar. 14.14.
German (Pape)
dep. pass., mit od. zugleich sich verstellen; συνυπεκρίθη, c. inf., Pol. 3.52.6, und öfter; πρὸς τὸ παρὸν ἁρμοζόμενοι καὶ συνυποκρινόμενοι, 3.31.7; τινὶ προσποίημα, Plut. Mil. 14.
Russian (Dvoretsky)
συνυποκρίνομαι: (ρῑ)
1 вместе симулировать, разыгрывать (φιλίαν πρός τινα Polyb.): σ. τὸ προσποίημά τινι Plut. разыгрывать комедию вместе с кем-л.;
2 вместе или одновременно притворяться, лицемерить (τινι NT).
English (Strong)
from σύν and ὑποκρίνομαι; to act hypocritically in concert with: dissemble with.
English (Thayer)
1st aorist passive, συνυπεκριθην, with the force of the middle (cf. Buttmann, 52 (45)); to dissemble with: τίνι, one, Polybius 3,92, 5 and often; see Schweighaeuser, Lex. Polybius, p. 604; Plutarch, Marius, 14,17.)
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) υποκρίνομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
Greek Monotonic
συνυποκρίνομαι: [ῑ], αποθ., ερμηνεύω, υποκρίνομαι ως ηθοποιός, υποκριτής έναν ρόλο από κοινού με άλλους· βοηθώ κάποιον να προσποιηθεί κάτι, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνυποκρίνομαι: ἀποθετ., ὑποκρίνομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, συνυπεκρίθη τίθεσθαι φιλίαν πρὸς αὐτοὺς Πολύβ. 3. 52, 6, πρβλ. 31. 7· ― σ. τινι τὸ προσποίημα, βοηθῶ τινα ὅπως προσποιηθῇ, Πλουτ. Μάρ. 14.
Middle Liddell
Dep. to play a part along with others: to help another in maintaining a thing, Plut.
Chinese
原文音譯:sunupokr⋯nomai 尋-語坡-克里挪買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-被-審判
字義溯源:一同裝假,隨同裝假,一同掩飾;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ὑποκρίνομαι)=裝假)組成,其中 (ὑποκρίνομαι)又由(ὑπό)*=被,在⋯下)與(κρίνω)*=辨別)組成
出現次數:總共(1);加(1)
譯字彙編:
1) 隨同⋯裝假(1) 加2:13