ὑποκρίνω

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκρίνω Medium diacritics: ὑποκρίνω Low diacritics: υποκρίνω Capitals: ΥΠΟΚΡΙΝΩ
Transliteration A: hypokrínō Transliteration B: hypokrinō Transliteration C: ypokrino Beta Code: u(pokri/nw

English (LSJ)

[ῑ],
A separate gradually, Suid., Eust.687.20.
II subject to inquiry, interrogate, τοὺς ἀντιδίκους AB449, Suid. s.v. ἄρχων.
B Med. ὑποκρίνομαι, fut. ὑποκρινοῦμαι, Ion. ὑποκρινέομαι Hdt.1.164: aor. ὑπεκρινάμην Od.15.170, Hdt.3.119 (v.l. -ετο): later also aor. and pf. Pass. in med. sense, ὑπεκρίθην [ῐ] Ctes.Fr.29.41, Plb.5.25.7, App.BC4.46; ὑποκέκρῐμαι D.19.246:—reply, make answer, Il.12.228; τινι 7.407, Od.2.111, 15.170, cf. Hdt.1.2, 164, Hp.Fract.16, etc.; of an oracle, Hdt.1.78,91:—the Att. word was ἀποκρίνομαι (ὑποκρίνομαι is given by all codd. of Th.7.44, as, vice versa, ἀποκρίνομαι appears in all codd. of Hdt.5.49, 8.101; cf. ὑπόκρισις 1).
2 expound, interpret, explain, ὄνειρον Od.19.535,555; ὀνείρατα Ar.V.53, cf. Philostr.VA2.37, Hp.Ep.15; ὑ. ὅπως . . Theoc.24.67.
II Att., speak in dialogue, hence play a part on the stage, the part played being put in acc., τὴν Ἀντιγόνην Σοφοκλέους ὑποκέκριται D. l. c.; (ἥρωα) Luc.Nigr.11: abs., play a part, be an actor, οἱ ὑποκρινόμενοι Arist.EN1147a23; ὑποκρίνομαι τραγῳδίας, ὑποκρίνομαι κωμῳδίαν, play tragedies, play comedy, Id.Rh.1403b23, Luc.Merc.Cond.30, cf. Nigr.24, etc.; ὑπεκρίθησαν τραγῳδοί tragedians acted, Chares Fr.4 J.; μισθῶν ἐλασσόνων συνεχώρησεν ὑποκρινεῖσθαι τῷ δήμῳ Supp.Epigr.1.362.10 (Samos, iv B. C.): also ὑποκρίνομαι τὰ πάντα [προσωπεῖα] play all the characters, Luc.Salt.66; ὑποκρίνομαι μανίαν ib. 83.
2 deliver a speech, declaim, of orators and rhetoricians, Arist. Rh.1413b23, Phld.Rh.1.195 S., al.: c. acc., τὰ Ὁμήρου Ath.14.620d; ἀλλοτρίους λόγους Luc.Pseudol.25; represent dramatically, ἐρωτικῶν δραμάτων ὑποθέσεις, of Hld., Ach. Tat., and Iamb., Phot.Bibl.p.73 B.; ape, mimic, τὸ τῶν Ἰνδῶν ἔργον Philostr.VA3.4; represent in art, Philostr Jun.Im.Prooem., cf. Callistr.Stat.7.
3 of an orator, use histrionic arts, exaggerate, D.18.15.
4 metaph., play a part, feign, pretend, ib.287, LXX Si.1.29, al.; ὑποκρίνομαι τὸν βασιλικόν = take the king's part, play the king, Arist.Pol.1314a40; ὑπολαμβάνειν καὶ ὑποκρίνεσθαι ib. 1310a10; μεγαλοψυχίαν Phld.Vit.p.24 J.: c. inf., D.31.8, Plb.2.49.7, LXX 4 Ma.6.15; ὑ. ὡς ἐσθίοντα ib.2 Ma.6.21; ὑποκριθεὶς νεκρὸς διέφυγε Vett.Val.275.19.
5 c. acc., deceive, App.Pun.13 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκρίνω: [ῑ], μέλλ. -κρῐνῶ, χωρίζω ὀλίγον ἢ κατὰ μικρόν, Εὐστ. 687. 20, Σουΐδ. ΙΙ. ὑποβάλλω εἰς ἀνάκρισιν ἢ ἐξέτασιν, ὑποκρίνουσι τοὺς ἀντιδίκους Ἀνέκδ. Βεκ. 449, 25, Σουΐδ. ἐν λέξ. ἄρχων· ― ἀλλὰ συνήθως. Β. ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὑποκρίνομαι, μέλλ. -κρινοῦμαι, Ἰωνικ. -έομαι Ἡρόδ. 3. 119· ἀόρ. ὑπεκρινάμην, Ὀδ. Ο. 170, Ἡρόδ.· παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως ὁ ἀόρ. καὶ ὁ πρκμ. παθητ. μετὰ μέσης σημασίας ὑπεκρίθην [ῐ] Κτησ. Περσ. 41, Πολύβ. 5. 25, 7, Ἀππ.· ὑποκέκρῐμαι Δημ. 418. 7. Ἀποκρίνομαι, ἀπαντῶ, Ἰλ. Μ. 228· τινι Η. 407, Ὀδ. Β. 111, Ο. 170· οὕτω παρὰ τοῖς Ἴωσι πεζογράφοις καὶ τοῖς μεταγενεστ., Ἡρόδ. 1. 2, 164, Ἱππ. 763F, κλπ.· ἐπὶ μαντείου, Ἡρόδ. 1. 78, 91· ― οἱ Ἀττικ. ἐχρῶντο τῷ ἀποκρίνομαι (ὅπερ ἀποκατέστησεν ὁ Βεκκῆρος ἐν Θουκ. 7. 44. εἰ καὶ πάντα τὰ Ἀντίγραφα φέρουσιν ὑποκρ- πλὴν ἑνός, ὡς τοὐναντίον ἐν ἅπασι τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἡροδ. φέρεται ἀποκρ-, ἴδε Ἡρόδ. 5. 49., 8. 101· πρβλ. ὑπόκρισις). 2) κρίνω, ἑρμηνεύω, ὄνειρον Ὀδ. Τ. 535, 555· ὀνείρατα Ἀριστοφ. Σφ. 53· (οὕτω, κρίνεσθαι ὀνείρους Ἰλ. Ε. 150, πρβλ. κρίνω ΙΙ. 5)· ὑπ. ὅπως... Θεόκρ. 24. 66. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἀττ., ὑποκρίνομαι ἐπὶ τῆς σκηνῆς, λαμβάνω μέρος εἰς διάλογον ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ὅθεν παριστάνω πρόσωπόν τι ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ὅπερ τίθεται κατ’ αἰτιατ., οἷον, τὴν Ἀντιγόνην Σοφοκλέους ὑποκέκριται Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὑπ. τὸ βασιλικόν, ὑποκρίνομαι, παριστάνω τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 19· ὑπολαμβάνειν καὶ ὑποκρίνεσθαι, ὑποκρίνεσθαι ἐν λόγῳ καὶ ἐν ἔργῳ, αὐτόθι 5. 9, 11· ἀπολ., παριστάνω πρόσωπόν τι, εἶμαι ὑποκριτὴς (θεάτρου), οἱ ὑποκρινόμενοι ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 7. 3, 8· τῷ ὑποκρίνεσθαι, δι’ ὑποκρίσεως (θεατρικῆς), ὁ αὐτ. ἐν Ρητορ. 3. 12, 3· ― ὡσαύτως, ὑποκρ. τραγῳδίαν, κωμῳδίαν, λαμβάνω μέρος εἰς τραγῳδίαν, κωμῳδίαν, αὐτόθι 3. 1. 3, Λουκ. περὶ τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 30, πρβλ. τὸν αὐτ. περὶ Ὀρχ. 84, Νιγρ. 11. 24, κλπ.· ὑπεκρίθησαν τραγῳδοί, παρέστησαν, Χάρης παρ’ Ἀθην. 538F· ὡσαύτως, ὑπ. τὰ πάντα προσωπεῖα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 66· ὑπ. μανίαν αὐτόθι 83. 2) ἀπαγγέλλω, ἐπὶ ῥητοροδιδασκάλου, τὰ Ἡροδότου Ἀθήν. 620D· λόγους ἀλλοτρίους Λουκ. Ψευδολ. 25. ― δραματικῶς παριστάνω, Φωτ. Βιβλ. 73. 24· ― (ἀπο)μιμοῦμαι, τι Φιλόστρ. 97. 3) ἐντεῦθενλέξις ἦν ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ τοῦ θεατρικοῦ ὕφους ῥαψῳδῶν καὶ ῥητόρων, ἐξογκόνω, ὑπερβολικῶς παριστάνω, Δημ. 230. 7, πρβλ. Wolf Proleg. σελ. xcvi. 4) μεταφορ., ὑποκρίνομαι, προσποιοῦμαι, μετ’ ἀπαρεμφ., Δημ. 321. 18., 878. 3, Πολύβ. 2. 49, 7, κτλ.