θηρατικός

From LSJ
Revision as of 10:47, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρᾱτικός Medium diacritics: θηρατικός Low diacritics: θηρατικός Capitals: ΘΗΡΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thēratikós Transliteration B: thēratikos Transliteration C: thiratikos Beta Code: qhratiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= A θηρεντικός, σκύλακες Ph.1.628 (s.v.l.), cf. Gal.Protr.6; ἔργα Ael.NA14.5; θ. σημεῖα signals given by the hunter, Plu.2.593b; θ. φόρος tax for game-licence, dub. in PSI3.222 (iii A.D.). 2 fit for winning, τὰ θ. τῶν φίλων the arts for winning friends, X.Mem.2.6.33. 3 fond of hunting, Plu.2.0a, 965b.

German (Pape)

[Seite 1209] zur Jagd gehörig, Plut. u. A.; τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων, Künste, Freunde zu gewinnen, Xen. Mem. 2, 6, 33; – jagdlustig, Plut. sol. an. 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne la chasse ; τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων XÉN l'art de gagner des amis;
2 qui aime la chasse.
Étymologie: θηρατός.

Russian (Dvoretsky)

θηρᾱτικός:
1 охотничий, служащий для охоты: θηρατικὰ σημεῖα Plut. следы дичи;
2 любящий охотиться или искусный в охоте (νεανίσκοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

θηρᾱτικός: -ή, -όν, = θηρευτικός, ἔργα Αἰλ. π.Ζ. 14.5· θ. σημεῖα, ἐπὶ τῶν ἰχνῶν τὰ ὁποῖα ἀφίνουσι τὰ ζῷα, Πλούτ. 2. 593Β. 2) ἐπιτήδειος εἰς θήραν, ἁρμόδιος, τὰ θ. τῶν φίλων, τὰ τεχνάσματα δι’ ὧν ἀγρεύει τοὺς φίλους, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 33. 3) ἔμπειρος εἰς θήραν, Πλούτ. 2. 960Α, 965Β.

Greek Monolingual

θηρατικός, -ή, -όν (Α) θηρατής
1. κυνηγετικός
2. (για τα ίχνη που αφήνουν τα ζώα) αυτός που ανήκει στα θηρία, στα ζώα («θηρατικὰ σημεῖα», Πλάτ.)
3. μτφ. κατάλληλος για το κυνήγι ή για την προσέλκυση («τὰ θηρατικὰ τῶν φίλων» — τα τεχνάσματα με τα οποία προσελκύει κανείς φίλους)
4. έμπειρος στο κυνήγι
5. φρ. «θηρατικός φόρος» — τέλος άδειας κυνηγιού.

Middle Liddell

θηρᾱτικός, ή, όν = θηρευτικός: metaph., τὰ θ. τῶν φίλων
the arts for winning friends, Xen.