ἐπίθετος
πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)
English (LSJ)
ον, A additional, φυλαί D.H.3.71; esp. at Athens, opp. πάτριος, relatively modern, ἑορταί Isoc.7.29; τὰ ἐ., opp. τὰ πάτρια, the acquired powers of the Areopagus, Lys.Fr.178 S., cf. Arist.Ath.25.2, 3.3; so ἐ. ἐξουσία usurped authority, Plu.Cleom.10: generally, adventitious, τὰ μὲν τῶν νόμων ἐπίθετα, τὰ δὲ τῆς φύσεως ἀναγκαῖα Antipho Soph.Oxy.1364.25; ἐπιθυμίαι, opp. κοιναί, Arist.EN1118b9; ἐ. τῇ φύσει κακά Men.534.13. 2. fictitious, Thphr.HP9.8.8; opp. ἀληθινός, D.H.4.70, cf. 68. 3. of letters, entrusted for conveyance, Lys.Fr.116S. II. ἐ. [ὄνομα] adjectival, D.T.636.9, cf. Plu.Cor.11. III. Subst. ἐπίθετον, τό, epithet, Arist.Rh.1406a19, D.H.Comp.5, A.D.Synt.41.15; adjective, ib.81.24 (so Adv. -τως, λέγειν indicate by epithets, Str.1.2.29, al.). 2. = ἐπίθημα 5, Aret.CA1.1. 3. ἐπίθετος, ὁ, a throw of the dice, Eub.57.4.
German (Pape)
[Seite 942] zugesetzt, hinzugefügt; ἐπιστολή, der Einem mitgegeben wird, Lys. bei Harpocr.; φυλαί, D. Hal. 3, 70; ἐξουσία, angemaßt, Plut. Cleom. 10; Gegensatz des Einheimischen u. Natürlichen, fremd, ἑορταί, später eingeführte, im Gegensatz der πάτριαι, Isocr. 7, 29; vgl. B. A. 252; ταῦτ' ἐπίθετα τῇ φύσει κακά Men. Stob. fl. 98, 8; ἐπίθετα ἀγωνίσματα Plut. Symp. 5, 2; vom Brutus ἐπίθετον ἑαυτοῦ κατεψεύσατο μωρίαν D. Hal. 4, 68, μωρία οὐκ ἀληθινή, ἀλλ' ἐπίθετος, verstellte, 70, öfter; τὰ μὲν ἐπίθετα καὶ πόῤῥωθεν Theophr.; – τὸ ἐπίθετον, das Beiwort, Arist. rhet. 3, 2 u. A.; τῷ δὲ τρίτῳ ὀνόματι ὕστερον ἐχρήσατο πράξεώς τινος ἢ τύχης ἐπιθέτῳ Plut. Coriol. 11; ἐξ ἐπιθέτου, als Zusatz, Mar. 1. – Adv. ἐπιθέτως, adjectivisch, ἐπιθέτως τοῦ Νότου ἀργέστου λεγομένου Strab. 1, 2, 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 ajouté ; t. de gramm. τὸ ἐπίθετον l'adjectif qualificatif épithète ; t. de gramm. ὄνομα ἐπίθετον PLUT mot qui ajoute (à un nom) une désignation particulière, apposition;
2 augmenté, accru;
3 introduit, importé ; étranger.
Étymologie: ἐπιτίθημι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίθετος: [adj. verb. к ἐπιτίθημι
1 прибавленный, приложенный: ὄνομα ἐπίθετον Plut. эпитет, прозвище;
2 присвоенный, захваченный (ἐξουσία Plut.);
3 привозной, заимствованный, иноземный (ἑορταί Isocr.; ἀγωνίσματα Plut.);
4 (благо)приобретенный (τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν κοιναί εἰσιν, αἱ δ᾽ ἐπίθετοι Arst.): ἐπίθετα τῇ φύσει κακά Men. пороки приобретенные, а не врожденные;
5 поддельный, искусственный (κόσμοι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίθετος: -ον, (ἐπιτίθημι) πρόσθετος, ὁ προσαρτηθείς, φυλαὶ Διον. Ἁλ. 3, 71· ἐπίθετος ἐξουσία, οἰκειοποιηθεῖσα, ἐξουσίᾳ δ’ ἐπιθέτῳ τὴν πάτριον καταλύοντας ἀρχὴν Πλουτ. Κλεομέν. 10. 2) ἐπίθετοι ἑορταί, αἱ μὴ πάτριοι, οὐδὲ τὰς μὲν ἐπιθέτους ἑορτὰς… μεγαλοπρεπῶς ἦγον κτλ. Ἰσοκρ. 145C. πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λέξει· ἐπίθετοι ἐπιθυμίαι, ἐν ἐντιθέσει πρὸς τὸ κοιναί. τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν κοιναὶ δοκοῦσιν εἶναι, αἱ δὲ ἴδιοι καὶ ἐπίθετοι, ἰδιαίτεραι καὶ ἐπίκτητοι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 11. 1· ἐπ. τῇ φύσει κακὰ Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 5· πλαστός, ἐπίπλαστος, ψευδής, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 8· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθινός, Διον. Ἁλ. 4. 70, πρβλ. 68:- πρβλ. ἐπακτός, ἐπίκτητος. II. ὡς οὐσιαστ., ἐπίθετον, τό, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 3. 3, κτλ. 2) ἀρσ., ὄνομα βόλου. δηλ. «ῥιψίματος» τοῦ κύβου, Εὔβουλ. ἐν «Κυβευταῖς» 2. III. Ἐπιρρ., ἐπιθέτως λέγων, περιγράφων ἢ δεικνύων, ὁρίζων ἐπιθετικῶς, δι’ ἐπιθέτων, Στράβων 36.
Greek Monotonic
ἐπίθετος: -ον (ἐπιτίθημι), πρόσθετος, προσηρτημένος, σε Πλούτ.