ἐπίκτητος

From LSJ

Ἓν οἶδα, ὅτι οὐδὲν οἶδα → I know only one thing, that I know nothing | all I know is that I know nothing.

Diogenes Laertius, Lives of the Philosophers, Book 2 sec. 32.
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκτητος Medium diacritics: ἐπίκτητος Low diacritics: επίκτητος Capitals: ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: epíktētos Transliteration B: epiktētos Transliteration C: epiktitos Beta Code: e)pi/kthtos

English (LSJ)

ἐπίκτητον, gained besides or gained in addition, ἐπίκτητος γῆ = acquired land, which was formerly under water, as the Delta of Egypt, Hdt.2.5, cf. 10; property added to one's hereditary property, Pl.Lg.924a, cf. Lycurg.48; ἐπίκτητος γυνή a foreign wife (like ἐπακτός), or newly acquired, Hdt.3.3; ἐ. φίλοι newly acquired friends, opp. ἀρχαῖοι, X.Ages.1.36; ἐπίκτητος δόξα, opp. ἔμφυτος ἐπιθυμία, acquired perception, Pl.Phdr.237d; τὰ ἐπίκτητα, opp. τὰ φύσει ὄντα, Id.R.618d; opp. σύμφυτα, Arist.GA721b30; τὸ αὐτοφυὲς τοῦ ἐ. αἱρετώτερον Id.Rh.1365a29; γίνεται.. ἐξ ἐπικτήτου, of an acquired deformity, Paul. Aeg.6.29; τὰ ἐπίκτητα = property acquired after a certain date, Edict.Aug. in Notiz.Arch.4.21, PGnom.126 (ii A.D.). Adv. ἐπικτήτως Prisc.Lyd.21.15.

German (Pape)

[Seite 954] (s. ἐπικτάομαι), dazu erworben; φίλοι, Gegensatz ἀρχαῖος, Xen. Ages. 1, 36; ἡ ἐπ. sc. οὐσία, Plat. Legg. XI, 924 a; ἡ ἐπ. ἀπ' Αἰγύπτου γυνή, die von Aegypten mitgebrachte, Her. 3, 3; γῆ, durch die Anschwemmungen des Nil gewonnen, 2, 5. 10. – Dah. angenommen, angeeignet, fremd, δόξα, im Gegensatz der ἔμφυτος ἐπιθυμία, Plat. Phaedr. 237 d, wie τῶν φύσει περὶ ψυχὴν ὄντων καὶ τῶν ἐπικτήτων Rep. X, 618 d; μαντική, der ἔμφυτος entgegengesetzt, D. Hal. 3, 70. Vgl. noch Jacobs zur Anth. Pal. p. 94, u. ἐπίθετος, ἐπακτός.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. acquis ensuite ou postérieurement;
II. acquis, càd tiré du dehors :
1 étranger;
2 non inné, non naturel.
Étymologie: ἐπικτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκτητος: (вновь) приобретенный (οἱ ἐπίκτητοι καὶ οἱ ἀρχαῖοι φίλοι Xen.; τὰ φύσει ὄντα καὶ τὰ ἐπίκτητα Plat.; νόσος γῆρας ἐπίκτητον, τὸ γῆρας νόσος φυσική Arst.): Αἴγυπτός ἐστι ἐ. γῆ Her. (прибрежный) Египет есть земля приобретенная (т. е. образованная наносами Нила); τὸ ἐπίκτητον или ἡ ἐ. (sc. οὐσία) Plat. благоприобретенное (лично нажитое) имущество; τὰ ἐπίκτητα ἔθνη Plut. присоединенные области.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκτητος: -ον, ὁ, πρόσκητος, ἐπίκτητος γῆ, ἥτις δηλ. ἦτο πρότερον ὑπὸ τὸ ὕδωρ, ὡς τὸ Δέλτα τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 5, πρβλ. 10˙ ἢ γῆ προστεθεῖσα ἐν τὴν κληρονομίαν τινός, Πλάτ. Νόμοι 924Α, πρβλ. Λυκοῦργ. 154. 1˙ ἐπ. γυνή, ἐκ ξένης χώρας (ὡς τὸ ἐπακτός), ἢ νεωστὶ κτηθεῖσα, Ἡρόδ. 3. 3˙ ἐπίκτ. φίλοι, νεωστὶ γενόμενοι φίλοι, ἀντιθέτως πρὸς τὸ ἀρχαῖοι, Ξεν. Ἀγησ. 1, 36˙ ἐπίκτ. δόξα, ἀντίθετον τῷ ἔμφυτος ἐπιθυμία, Πλάτ. Φαῖδρ. 237DϏ τὰ ἐπ., ἐν ἀντιθ. πρὸς τὰ φύσει ὄντα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 618DϏ ἐν ἀντιθ. πρὸς τὰ σύμφυτα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 17, 9˙ τὸ ἐπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αὐτοφυές, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 7, 33, κτλ.˙ πρβλ. ἐπακτός, ἐπίθετος.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίκτητος, -ον) κτώμαι
1. αυτός που αποκτήθηκε επιπρόσθετα (α. «επίκτητη περιουσία» β. «ἐπίκτητος γῆ»)
2. εκείνος που αποκτήθηκε εκ τών υστέρων, που δεν είναι έμφυτος (α. «επίκτητο ελάττωμα» β. «επίκτητη ανοσία» γ. «ἐπίκτητος δόξα»).

Greek Monotonic

ἐπίκτητος: -ον, αυτός που αποκτήθηκε επιπλέον ή επιπροσθέτως, ο άρτι αποκτηθείς, αυτός που αποκτήθηκε προ ολίγου, σε Ηρόδ., Αττ.· ἐπ. γῆ, λέγεται για το Δέλτα της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπί-κτητος, ον
gained besides or in addition, newly acquired, Hdt., Attic; ἐπ. γῆ, of the Delta of Egypt, Hdt.