ἐκφαιδρύνω
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
strengthened for φαιδρύνω, make quite bright, clear away, σταγόνα ἐκ παρηΐδων E.Ba.768.
Spanish (DGE)
1 aclarar, limpiar σταγόνα ἐκ παρηΐδων E.Ba.768.
2 hacer resplandecer αὕτη (χάρις) τῶν ὁρωμένων ἡμῖν ἐκφαιδρύνει τὴν χρῆσιν esta gracia hace resplandecer para nosotros el uso de objetos visibles Chrys.Thom.43.
German (Pape)
[Seite 784] ausschmücken, aussäubern, Eur. Bacch. 768.
French (Bailly abrégé)
rendre tout à fait brillant, luisant.
Étymologie: ἐκ, φαιδρύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφαιδρύνω: счищать, слизывать (σταγόνα γλώσσῃ χροός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφαιδρύνω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ φαιδρύνω, καθαίρω, καθαρίζω, σπογγίζω, σταγόνα δ’ ἐκ παρηίδων γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροὸς Εὐρ. Βάκχ. 768.
Greek Monolingual
ἐκφαιδρύνω (Α)
καθαρίζω εντελώς, σφουγγίζω καλά («σταγόνας δ' ἐκ παρηίδων γλώσσῃ δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροός», Ευριπ.).
Greek Monotonic
ἐκφαιδρύνω: [ῡ], γυαλίζω, λουστράρω, κάνω κάτι λαμπερό, καθαρίζω, σε Ευρ.