θλίψη

From LSJ
Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) θλίβω
1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα
2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια
νεοελλ.
1. στείψιμο, ξεζούμισμα
2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση του όγκου του
(νεοελλ.-μσν.)
1. βάσανο
2. πένθος
3. κηδεία («σε θλίψη ή σε γάμο»)
μσν.
1. ευνουχισμός ζώου που προκαλείται με σύνθλιψη τών γεννητικών οργάνων
2. φρ. «σεβαίνω εἰς θλῑψιν» και «κάμνω θλῑψιν» και «στέκομαι εἰς θλῑψιν» — λυπάμαι
αρχ.
σπασμός, πίεση (α. «θλῑψις στομάχου», Ρούφ.
β. «ὑστερικαὶ θλίψεις», Σωρ.).