θλίψη
From LSJ
Greek Monolingual
και χλίψη, η (ΑΜ θλῑψις) θλίβω
1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα
2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια
νεοελλ.
1. στείψιμο, ξεζούμισμα
2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση του όγκου του
(νεοελλ.-μσν.)
1. βάσανο
2. πένθος
3. κηδεία («σε θλίψη ή σε γάμο»)
μσν.
1. ευνουχισμός ζώου που προκαλείται με σύνθλιψη τών γεννητικών οργάνων
2. φρ. «σεβαίνω εἰς θλῑψιν» και «κάμνω θλῑψιν» και «στέκομαι εἰς θλῑψιν» — λυπάμαι
αρχ.
σπασμός, πίεση (α. «θλῑψις στομάχου», Ρούφ.
β. «ὑστερικαὶ θλίψεις», Σωρ.).