ἔκκλισις
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A turning out of one's course, deflection, τῆς σελήνης Plu.2.929c (pl.).
2 tendency, Arist.Pr.863b24.
II dislocation, Hp.Art.62.
III avoidance, refusal, opp. αἵρεσις, Cleanth.Stoic.1.129(pl.); opp. ἐκλογή, Stoic.3.190; opp. ὄρεξις, Epict.Ench.2; τῶν ὀχληρῶν S.E.M.1.51; τῆς βλάβης Gal.13.124, cf. Plot.1.4.6, etc.
IV moral declension, ib.8.15.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1medic. dislocación ἢν μὴ πάνυ μεγάλη ἡ ἔκκλισις ᾖ Hp.Art.62.
2 desviación de la luna en latitud, Plu.2.929c, de los humores corporales, Hp.Hum.1.
3 inclinación, tendencia ἡ εἰς ἀλέαν ἔκκλισιν Arist.Pr.863b24.
II rechazo, repulsa op. αἵρεσις Cleanth.Stoic.1.129, op. ὄρεξις Epict.Ench.2, Plot.1.8.15, Simp.in Epict.39.10, 13, op. ἐκλογή c. gen. obj. ἔκκλισις τῶν τούτοις ἐναντίων Chrysipp.Stoic.3.190, ἔκκλισις τῶν ὀχληρῶν S.E.M.1.51, ἔκκλισις τῆς βλάβης Gal.13.124, cf. Plot.1.4.6.
German (Pape)
[Seite 763] ἡ, das Abweichen; τῆς σελήνης Plut. fac. orb. lun. 16 M.; das Vermeiden, Gegensatz ὄρεξις, Epict. enchir. 1.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 déclinaison d'un astre;
2 action d’éviter.
Étymologie: ἐκκλίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκκλῐσις: εως ἡ отклонение (σελήνης Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκλισις: -εως, ἡ, τὸ παρεκλίνειν ἐκ τῆς τακτικῆς πορείας, λοξοδρομία, Πλούτ. 2. 929C. ΙΙ. ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827.