ἐναμβλύνω
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
deaden or discourage besides, τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic. 14.
Spanish (DGE)
1 desanimar τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic.14.
2 en v. med.-pas. obcecarse τί οὖν τῷ ἀλλοτρίῳ ἐναμβλύνῃ ὡς σῷ; Nil.M.79.1164A.
German (Pape)
[Seite 826] daran abstumpfen, καὶ τὴν ἀκμὴν διαφθεῖραι Plut. Nic. 14.
French (Bailly abrégé)
émousser.
Étymologie: ἐν, ἀμβλύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναμβλύνω: досл. притуплять, перен. расхолаживать (τινά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναμβλύνω: καθιστῶ τι ἐσωτερικῶς ἀμβλύ, μεταφορ., ἀθυμίαν παρέχω, καθιστῶ τινα ἄτολμον, Πλουτ. Νικ. 14.
Greek Monolingual
ἐναμβλύνω (Α)
1. κάνω κάτι εσωτερικά αμβλύ
2. μτφ. κάνω κάποιον άτολμο, αποθαρρύνω.
Greek Monotonic
ἐναμβλύνω: [ῡ], συγκρατώ, κατασιγάζω, εξασθενίζω, αποθαρρύνω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to deaden or discourage besides, Plut.