ἀναχωνεύω

From LSJ
Revision as of 12:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναχωνεύω Medium diacritics: ἀναχωνεύω Low diacritics: αναχωνεύω Capitals: ΑΝΑΧΩΝΕΥΩ
Transliteration A: anachōneúō Transliteration B: anachōneuō Transliteration C: anachoneyo Beta Code: a)naxwneu/w

English (LSJ)

smelt over again, Str.9.1.23, cf. PHolm.2.8, PLeid.X.6.

Spanish (DGE)

volver a fundir, refundir σκωρίαν Str.9.1.23, cf. PHolm.7, PLeid.X.6, Meth.Res.1.43
fig. del bautismo χωρὶς πυρὸς ἀναχωνεῦον, καὶ ἀνακτίζον δίχα συντρίψεως Gr.Naz.M.36.368B.

German (Pape)

[Seite 215] umschmelzen, noch einmal ausschmelzen, Strab.

French (Bailly abrégé)

refondre.
Étymologie: ἀνά, χωνεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναχωνεύω: ἐκ νέου χωνεύω, ἀναλύω ἐκ δευτέρου, τὴν παλαιὰν ἐκβολάδα καὶ σκωρίαν ἀναχωνεύοντες εὕρισκον, κτλ. Στράβ. 1. 399.

Greek Monolingual

ἀναχωνεύω)
(σε μέταλλα) τήκω πάλι, ξαναχωνεύω
αρχ.
ξαναγεννώ, (με έννοια ηθική) αναγεννώ, βελτιώνω.

Greek Monotonic

ἀναχωνεύω: μέλ. -σω, αναλύω εκ νέου, ξαναλιώνω, σε Στράβ.

Middle Liddell

to fuse again, Strab.