ἐντριτωνίζω

From LSJ
Revision as of 19:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντρῐτωνίζω Medium diacritics: ἐντριτωνίζω Low diacritics: εντριτωνίζω Capitals: ΕΝΤΡΙΤΩΝΙΖΩ
Transliteration A: entritōnízō Transliteration B: entritōnizō Transliteration C: entritonizo Beta Code: e)ntritwni/zw

English (LSJ)

Com. word in Ar.Eq.1189, to third with water, i.e. to mix three parts of water with two of wine, with a pun on Τριτογενής.

Spanish (DGE)

(ἐντρῐτωνίζω)
hacer una tripartición, dividir en tres partes ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν ἐνετριτώνισεν la Tritogenia lo tripartió c. juego de palabras sobre Τριτογενής y la mezcla de tres partes de agua con dos de vino, Ar.Eq.1189.

German (Pape)

[Seite 858] von Ar. Equ. 1189 komisch gebildetes Wort, mit Anspielung auf τρία u. Τριτογένεια, die Mischung besorgen, wo drei Maaß Wasser zu zwei Maaß Wein genommen wurden, Voß: »die Drittelung besorgen«.

French (Bailly abrégé)

mettre trois cinquièmes d'eau.
Étymologie: ἐν, avec jeu de mots entre τρίτος et Τριτωνίς.

Russian (Dvoretsky)

ἐντρῑτωνίζω: шутл. (по созвучию с τρία и Τριτογενής) растритонивать: ἐντριτωνίσαι τὸν οἶνον Arph. смешать две части вина с тремя частями воды.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντρῑτωνίζω: κωμικὴ λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1189, ἀναμιγνύω τρία μέρη ὕδατος μετὰ δύο μερῶν οἴνου, - μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ ὀνόματος ἡ Τριτογενής.

Greek Monolingual

ἐντριτωνίζω (Α)
(σκωπτικώς) ανακατώνω τρία μέρη νερού και δύο κρασιού (λογοπαίγνιο με το όνομα Τριτογενής στον Αριστοφ. Ιππ., «ἡ Τριτογενὴς γὰρ αὐτὸν [τον οίνον] ἐνετριτώνισεν»).

Greek Monotonic

ἐντρῑτωνίζω: (ἐν, τρίτος), ανακατεύω τρία μέρη νερού με δύο μέρη κρασιού· λογοπαίγνιο στο όνομα ἡ Τριτογενής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[ἐν, τρίτος
to third with water, i. e. to mix three parts of water with two of wine, —with a pun on ἡ Τριτογενής, Ar.