δημόκραντος

From LSJ
Revision as of 12:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόκραντος Medium diacritics: δημόκραντος Low diacritics: δημόκραντος Capitals: ΔΗΜΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: dēmókrantos Transliteration B: dēmokrantos Transliteration C: dimokrantos Beta Code: dhmo/krantos

English (LSJ)

ον, ratified by the people, ἀρὰ δ. A.Ag.457(lyr.).

Spanish (DGE)

-ον ratificado por el pueblo, ἀρά A.A.457.

German (Pape)

[Seite 563] ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ratifié par le peuple.
Étymologie: δῆμος, κραίνω.

Russian (Dvoretsky)

δημόκραντος: всенародно принятый, общенародный (ἀρά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δημόκραντος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐπικυρωθείς, ἀρὰ δ. Αἰσχύλ.Ἀγ. 457.

Greek Monolingual

δημόκραντος, -ον (Α)
αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»].

Greek Monotonic

δημόκραντος: -ον (κραίνω), εγκεκριμένος από το λαό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κραίνω
ratified by the people, Aesch.