εὐκατάλλακτος

From LSJ
Revision as of 08:35, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκατάλλακτος Medium diacritics: εὐκατάλλακτος Low diacritics: ευκατάλλακτος Capitals: ΕΥΚΑΤΑΛΛΑΚΤΟΣ
Transliteration A: eukatállaktos Transliteration B: eukatallaktos Transliteration C: efkatallaktos Beta Code: eu)kata/llaktos

English (LSJ)

ον, easily appeased, placable, opp. μνησίκακος, Arist.Rh.1381b5, cf. Vit.Philonid.p.3C., LXX 3 Ma.5.13. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινας Sch.S.Aj.1345.

German (Pape)

[Seite 1073] leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à apaiser.
Étymologie: εὖ, καταλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

εὐκατάλλακτος: легко примиряющийся, незлопамятный Arst.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκατάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλατόμενος, καταπραϋνόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 17. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1344.

Greek Monolingual

εὐκατάλλακτος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-αλλακτος (< κατ-αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατάλλακτος, δυσκατ-άλλακτος].