θηκτός
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ή, όν, (θήγω) sharpened, whetted, A.Th.942 (lyr.), E.Med. 40, AP6.110 (Leon. or Mnasalc.), Pancrat.Oxy.1085.23.
German (Pape)
[Seite 1207] geschärft, gewetzt, σίδηρος Aesch. Spt. 925, φάσγανον Eur. Med. 40, öfter.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
aiguisé.
Étymologie: θήγω.
Russian (Dvoretsky)
θηκτός: [adj. verb. к θήγω заостренный, отточенный (σίδηρος Aesch.; φάσγανον Eur.; σαυρωτήρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
θηκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ θήγω, ἠκονημένος, ὀξύς, Αἰσχύλ. Θήβ. 944, Εὐρ. Μηδ. 40, Ἀνθ. Π. 6. 110.
Greek Monolingual
θηκτός, -ή, -όν (Α) θήγω
ακονισμένος, κοφτερός.
Greek Monotonic
θηκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του θήγω, ακονισμένος, κοφτερός, τροχισμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
θηκτός, ή, όν verb. adj. of θήγω,]
sharpened, Aesch., Eur.