λαγῷος

From LSJ
Revision as of 11:25, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγῷος Medium diacritics: λαγῷος Low diacritics: λαγώος Capitals: ΛΑΓΩΟΣ
Transliteration A: lagō̂ios Transliteration B: lagōos Transliteration C: lagoos Beta Code: lagw=|os

English (LSJ)

α, ον, contr. for λαγώϊος, of the hare, κρέα Ar.Ach.1110; τρίχες Plu.2.138f; τὰ λ. (sc. κρέα) hare's flesh, Hp.Vict.2.46: and generally, dainties, delicacies, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ar.V.709, cf. Ach. 1006, Pax1196, Telecl.32, Pl.Com.174.10, etc.

German (Pape)

[Seite 5] zsgzgn aus λαγώειος, vom Hafen, τὰ λαγῷα κρέα, Ath. IX, 400 d; gew. ohne Zusatz, Ar. Equ. 1192 u. öfter; Ath. XIV, 641 f u. öfter; = Hasenbraten, wofür nach Moeris λάγεια hellenistische Form ist.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de lièvre.
Étymologie: λαγώς.

Russian (Dvoretsky)

λᾰγῷος: заячий (τρίχες Plut.): τὰ λαγῷα (sc. κρέα) Arph. заячье мясо; ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Arph. питаться (досл. жить) одним лишь заячьим мясом, т. е. изысканной пищей.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰγῷος: -α, -ον, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ λαγώιος, ἀνήκων εἰς τὸν λαγόν, τοῦ λαγοῦ, κρέα Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110· τρίχες Πλούτ. 2. 138F· - τὰ λαγῷα (δηλ. κρέα), κρέας λαγοῦ καὶ καθόλου λιχνεύματα, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ἀριστοφ. Σφ. 709, πρβλ. Ἀχ. 1006, Εἰρ. 1195· χαίρω λαγῴοις Τηλεκλείδης ἐν «Στερροῖς» 2, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10, κτλ.

Greek Monolingual

λαγῷος, -α, -ον (Α) λαγώς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαγό
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαγῷα
οι μεζέδες, τα λιχνεύματα.

Greek Monotonic

λᾰγῷος: -α, -ον, συνηρ. αντί λαγῴϊος, αυτός που ανήκει στο λαγό, σε Αριστοφ.· τὰλαγῷα (ενν. κρέα), κρέας του λαγού, και γενικά, νοστιμιές, λιχουδιές, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις, στον ίδ.

Middle Liddell

λᾰγῷος, η, ον [contr. for λαγώιος]
of the hare, Ar.:— τὰ λαγῷα (sc. κρέἀ, hare's flesh, and, generally, dainties, delicacies, ζῆν ἐν πᾶσι λαγῴοις Ar. [from λᾰγῶς]