οἰκητός
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
ή, όν (ός, όν v. infr.), inhabited, S.OC28, 39; habitable, διὰ τοὺς συκοφάντας οὐκ οἰκητόν ἐστιν ἐν τῇ πόλει Thphr. Char.26.5; οἰκία οἰκητή LXX Le.25.29; ζώνη Plu.2.896b; οἰκητὸς (as fem.) [αὐλὴ] ἀράχναις μόνον Philostr.Im.2.28.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
habité.
Étymologie: οἰκέω.
Russian (Dvoretsky)
οἰκητός: населенный, обитаемый (χῶρος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰκητός: -ή, -όν, κατῳκημένος, Σοφ. Ο. Κ. 28, 39· οἰκήσιμος, οἰκητὸς (ὡς θηλ.) αὐλὴ ἀράχναις μόνον Φιλόστρ. 853.
Greek Monolingual
οἰκητός, -ή, -όν, θηλ. και -ός (Α) οικώ
1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ.
β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.)
2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ).
Greek Monotonic
οἰκητός: -ή, -όν (οἰκέω), κατοικημένος, σε Σοφ.