νυκτιλάλος

From LSJ
Revision as of 12:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλάλος Medium diacritics: νυκτιλάλος Low diacritics: νυκτιλάλος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΑΛΟΣ
Transliteration A: nyktilálos Transliteration B: nyktilalos Transliteration C: nyktilalos Beta Code: nuktila/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne la nuit.
Étymologie: νύξ, λαλέω.

German (Pape)

bei Nacht schwatzend, κιθάρη, Antip.Sid. 75 (VII.29).

Russian (Dvoretsky)

νυκτῐλάλος: (ᾰ) лепечущий в ночную пору (κιθάρη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.

Greek Monolingual

-ο (Α νυκτιλάλος, -ον)
αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτανυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].

Greek Monotonic

νυκτῐλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη νύχτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νυκτῐ-λᾰ́λος, ον,
nightly-sounding, Anth.