πανηγυριστής
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who attends a πανήγυρις, Str.17.1.17, Luc.Herod.2, Pseudol.5, Poll.1.34.
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, der eine πανήγυρις mitfeiert, begeht, Luc. Her. 2. 8 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui se rend à une fête solennelle.
Étymologie: πανηγυρίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανηγυριστής -οῦ, ὁ [πανηγυρίζω] deelnemer aan een festival.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνηγῠριστής: οῦ ὁ справляющий всенародное празднество, участник панегирея Luc.
Greek Monolingual
ο, θηλ. -ίστρια, ΝΜΑ πανηγυρίζω
άτομο που μετέχει σε πανήγυρη, που παίρνει μέρος σε ομαδικό και ενθουσιώδη εορτασμό εθνικού ή θρησκευτικού γεγονότος, πανηγυριώτης.
Greek Monotonic
πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, αυτός που παρακολουθεί μία πανήγυριν, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνηγῠριστής: -οῦ, ὁ, ὁ πανηγυρίζων, Λουκ. Ἡρόδ. 2, Ψευδολ. 5, Πολυδ. Α΄, 34.
Middle Liddell
πᾰνηγῠριστής, οῦ, ὁ,
one who attends a πανήγυρις, Luc.