πύρρα

From LSJ
Revision as of 16:32, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρρᾱ Medium diacritics: πύρρα Low diacritics: πύρρα Capitals: ΠΥΡΡΑ
Transliteration A: pýrra Transliteration B: pyrra Transliteration C: pyrra Beta Code: pu/rra

English (LSJ)

ἡ, (πυρρός) a red-coloured bird, Ael.NA4.5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sorte d'oiseau rouge.
Étymologie: πυρρός.

Greek (Liddell-Scott)

πύρρᾱ: ἡ, (πυρρὸς) πτηνόν τι ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, Αἰλ. περὶ Ζῴων 4. 5. ΙΙ. μυθολογικὸν ὄνομα τῆς Θεσσαλίας, ἡ ἐρυθρὰ γῆ, ὅθενμῦθος τῆς Πύρρας καὶ τοῦ Δευκαλίωνος, M. Müller Sc. of Lang. I. σ. 12.

Greek Monolingual

ἡ, ΝΑ πυρρός
ως κύριο όν. Πύρρα
κόρη του Επιμηθέως και της Πανδώρας και σύζυγος του Δευκαλίωνος
αρχ.
1. ως κύριο όν. μυθική ονομασία της Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο της Πύρρας και του Δευκαλίωνος
2. (ως προσηγορ.) είδος πτηνού με κόκκινο χρώμα.

German (Pape)

ἡ, ein rötlicher Vogel, Ael. H.A. 4.5, Opp. Ix. 3.13, auch πυρρίας genannt.