χρυσεόστολος

From LSJ
Revision as of 17:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεόστολος Medium diacritics: χρυσεόστολος Low diacritics: χρυσεόστολος Capitals: ΧΡΥΣΕΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: chryseóstolos Transliteration B: chryseostolos Transliteration C: chryseostolos Beta Code: xruseo/stolos

English (LSJ)

ον, = χρυσεόστολμος (decked with gold, dight with gold), πέπλων χ. φάρος E. HF 414 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1379] goldgeschmückt, Eur. Herc. fur. 414, πέπλων φάρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ornements d'or.
Étymologie: χρυσός, στολή.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσεόστολος: отделанный золотом (φάρος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεόστολος: -ον, = τῷ προηγ., πέπλων χρ. φᾶρος Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 414.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσόστολος.

Greek Monotonic

χρῡσεόστολος: -ον (στέλλω), = το επόμ., σε Ευρ.