ἀγλαόκαρπος
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
English (LSJ)
ον, (καρπός A) A bearing beautiful or goodly fruit, of fruit-trees, ῥοιαί Od.7.115, 11.589; Σικελία Pi.Fr.106; εἰρήνη Epigr. ap. SIG274 (Delph., iv B. C.): of Demeter and the Nymphs, givers of the fruits of the earth, h.Cer.4,23. II (καρπός B) with fair wrists, of Thetis, Pi.N.3.56 (v.l. ἀγλαόκολπος).
Spanish (DGE)
-ον
de espléndidos frutos, que produce magnífica cosecha de árboles y plantas μηλέαι Od.7.115, 11.589, ἐλαῖαι h.Cer.23, βότρυς Nonn.D.41.2, de ciertas divinidades agrícolas Δημήτηρ h.Cer.4, Orph.Fr.386, Aus.243.12, Ὧραι Pi.Fr.30.6, de las épocas del año θέρος Nonn.Par.Eu.Io.4.35, de lugares Σικελία Pi.Fr.106.6, κῆποι IGPA 102.3 (Amasia, imper.), cf. Plu.2.683c
•fig. εἰρήνη CEG 795.16 (Delfos IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 16] mit schönen Früchten, Hom. μηλέαι, Od. 7, 115. 11, 589; Σικελία Pind. frg. 73; ἐλαῖαι Hom. H. Cer. 23 (wie Opp. H. 4, 272; vgl. darüber Plut. Symp. 5, 8); doch ist ἑταῖραι vorzuziehen, in der Bdtg wie auch v. 4 Δημήτηρ die schöne Früchte verleihende heißt (so auch Orph. H. 1, 6; Νύμφαι ib. 51), u. Θέτις bei Pind. N. 3, 56 (ed. II. Böckh.), wo nicht an schönhändig zu denken, sondern die schöne Kinder gebärende.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux fruits splendides.
Étymologie: ἀγλαός, καρπός.
Russian (Dvoretsky)
ἀγλαόκαρπος: приносящий роскошные плоды (μηλέαι Hom.; ἐλαῖαι, Δημήτηρ HH; Σικελία Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόκαρπος: -ον, ὁ φέρων ὡραίους ἢ χρησίμους καρπούς, περὶ ὀπωροφόρων δένδρων· μηλέαι ἀγλ., Ὀδ. Η. 115, Λ. 589· ἀγλ. Σικελία Πινδ. Ἀποσπ. 83· οὕτως ἐν Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 4, 23, ἔνθα κεῖται ὡς ἐπίθ. τῆς Δήμητρος καὶ τῶν Νυμφῶν, ὡς δοτήρων τῶν καρπῶν τῆς γῆς· καὶ ἐν Πινδ. Ν. 3. 97, τῆς Θέτιδος ὡς εὐλογούσης τὸν καρπὸν τῆς κοιλίας τῆς γυναικός, ἴδε Böckh. ἐν τόπῳ (56), ἤ, κατ’ ἄλλους, ὡς ἐχούσης κομψὴν χεῖρα, ἢ τικτούσης ἀγλαὰ τέκνα.
English (Autenrieth)
with shining fruit; of orchard trees, Od. 7.115.
English (Slater)
ἀγλᾰόκαρπος, -ον
a with splendid fruit ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας fr. 106. 6.
b with beautiful wrists [ἀγλαόκαρπον Νηρέος θύγατρα (v.l. ἀγλαόκολπον, -καρνον, -κρανον.) (N. 3.56) ] ἁ δὲ τὰς χρυσάμπυκας ἀγλαοκάρπους τίκτεν ἀλαθέας ὥρας fr. 30. 6.
Greek Monotonic
ἀγλαόκαρπος: -ον, αυτός που φέρει ωραίους ή χρήσιμους καρπούς, σε Ομήρ. Οδ.· σε Ομηρ. Ύμν. λέγεται για τη Δήμητρα, η δότρια, η χορηγός των καρπών της γης.
Middle Liddell
bearing beautiful or goodly fruit Od.: in Hhymn. of Demeter, giver of the fruits of the earth.