ἀμαυρόβιος
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
English (LSJ)
ον, living in darkness, ἄνδρες Ar. Av.685.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que apenas vive, que vive casi sin vida ἄνδρες Ar.Au.685.
German (Pape)
[Seite 117] in Dunkelheit lebend, Ar. Av. 685.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit obscurément.
Étymologie: ἀμαυρός, βίος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμαυρόβιος: живущий во тьме (ἄνδρες Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαυρόβῐος: -ον, ὁ διάγων τὸν βίον ἐν σκότει, ὁ ἀμαυρὸν βίον ἔχων, σκοτίας, ἄνδρες, Ἀριστοφ. Ὄρν. 685.
Greek Monolingual
ἀμαυρόβιος, -ον (Α)
αυτός που ζει στο σκοτάδι, άσημος, αφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρός + βίος.
Greek Monotonic
ἀμαυρόβῐος: -ον, αυτός που ζει στο σκοτάδι, σε Αριστοφ.