ἡμίθραυστος

From LSJ
Revision as of 16:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίθραυστος Medium diacritics: ἡμίθραυστος Low diacritics: ημίθραυστος Capitals: ΗΜΙΘΡΑΥΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmíthraustos Transliteration B: hēmithraustos Transliteration C: imithrafstos Beta Code: h(mi/qraustos

English (LSJ)

ον, half-broken, E.HF1096, Lyc.378, AP9.568.5 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1168] halb zerbrochen; Lycophr. 378; Dioscor. 22 (IX, 568).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]à moitié brisé.
Étymologie: ἡμι-, θραύω.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίθραυστος: наполовину разбитый, полуразрушенный (λάϊνον τύκισμα Eur.; αὔλιον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίθραυστος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ τεθραυσμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 1096. Λυκ. 378, Ἀνθ. Π. 9, 568.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίθραυστος, -ον)
κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θραυστος (< θραύω), πρβλ. άθραυστος, εύθραυστος].

Greek Monotonic

ἡμίθραυστος: -ον (θραύω), μισοσπασμένος, σε Ευρ., Ανθ.

Middle Liddell

ἡμί-θραυστος, ον θραύω
half-broken, Eur., Anth.