ἔκθυσις
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐκθύω I) A atonement, expiatory rites, Id.Marc.28. 2 averting by sacrifices, τῶν εἱμαρμένων Iamb.Myst.9.3, cf.1.13(pl.)(leg. ἐκλ-). II (ἐκθύω II) breaking out, eruption, Hp.Coac.168.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 expiación Plu.Marc.28.
2 evitación mediante sacrificios, exorcización τῶν εἱμαρμένων Iambl.Myst.9.3, μήνιδος Porph.Ep.Aneb.4.
-εως, ἡ
medic. erupción, exantema ἑλκέων Hp.Coac.168, cf. Epid.6.1.12, Erot.36.2.
German (Pape)
[Seite 761] ἡ, das Hervorkommen eines Hautausschlages, Hippocr. ἡ, die Sühnung, Sühnopfer, Plut. Marc. 28, wie Schol. Soph. O. C. 477.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
]sacrifice expiatoire.
Étymologie: ἐκθύω.
Russian (Dvoretsky)
ἔκθῠσις: εως ἡ (ритуальное) очищение, искупительная жертва Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκθῠσις: -εως, ἡ, (ἐκθύω) ἐξιλέωσις, ἐξιλαστικὴ τελετή, Λατ. expiatio, Πλουτ. Μάρκ. 28˙ ― ἀλλά, ΙΙ. ἔκθῡσις, εως, ἡ, (ἐκθύω ΙΙ) ἐξόρμησις, ἐξάνθησις (ἐξανθημάτων ἐμφάνισις), Ἱππ. Κωακ. Προγν. 145, ἴδε καὶ Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 510.
Greek Monolingual
(I)
ἔκθυσις, η (Α)
βλ. έκθυση.
(II)
ἔκθυσις, η (Α)
εξιλαστήρια θυσία, εξαγνιστική τελετή.
Greek Monotonic
ἔκθῠσις: -εως, ἡ, εξιλέωση, Λατ. exipiatio, σε Πλούτ.