δυσκόμιστος

From LSJ
Revision as of 12:59, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκόμιστος Medium diacritics: δυσκόμιστος Low diacritics: δυσκόμιστος Capitals: ΔΥΣΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskómistos Transliteration B: dyskomistos Transliteration C: dyskomistos Beta Code: dusko/mistos

English (LSJ)

ον, hard to bear, intolerable, πότμος S.Ant.1346 (lyr.); τέκνα E.HF1422.

Spanish (DGE)

-ον
1 sent. moral difícil de sobrellevar πότμος S.Ant.1346, ἄχη E.HF 1422.
2 sent. fís. difícil de transportar neutr. subst. τὸ δ. dificultad de transporte de ciertos árboles, Thphr.HP 5.8.1.

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu tragen; πότμος Soph. Ant. 1326; τέκνα Eur. Herc. Fur. 1422.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter, intolérable.
Étymologie: δυσ-, κομίζω.

Russian (Dvoretsky)

δυσκόμιστος: трудно переносимый, невыносимый (πότμος Soph.): δυσκόμιστόν τινα εἰσκομίζειν γῇ Eur. выполнять тяжелый долг предания кого-л. земле.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκόμιστος: -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, ἀφόρητος, ἀσνυπόφορος, πότμος, Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσκόμιστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο φορτίο»)
αρχ.
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει κανείς.

Greek Monotonic

δυσκόμιστος: -ον (κομίζω), δύσκολος στο να υποφερθεί, αφόρητος, ανυπόφορος, δυσβάσταχτος, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

δυσ-κόμιστος, ον κομίζω
hard to bear, intolerable, Soph., Eur.