ψώμισμα
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ατος, τό, morsel, Democrat. ap. Arist.Rh. 1407a7, Plu.Rom.2 (pl.), dub. l. in POxy.1088.39.
German (Pape)
[Seite 1406] τό, ein Bissen, ein Mundvoll; Arist. rhet. 3, 4; im plur. Plut. Rom. 27.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
morceau, bouchée.
Étymologie: ψωμίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψώμισμα -ατος, τό [ψωμίζω] brok eten, hap.
Russian (Dvoretsky)
ψώμισμα: ατος τό кусок пищи Arst., Plut.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ ψωμίζω
μπουκιά ψωμιού και, γενικά, τροφής.
Greek Monotonic
ψώμισμα: -ατος, τό, = ψωμός, κομμάτι ψωμιού, μπουκιά, σε Αριστ., Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
ψώμισμα: τό, ὡς τὸ ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, βλωμός, «βουκιά», τροφή, Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3, Πλουτ. Ρωμ. 27. - παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ψωμισμός, ὁ.