ἔκτηξις
ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
English (LSJ)
εως, ἡ, A melting away: hence, attenuation, φλεβῶν Hp. Aër.10 (v.l. ἔκτασιν). II cancelling of contract, BCH37.91 (Beroea).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 medic. eliminación de líquidos orgánicos δυσεντερίαι ... καὶ αἱ ἄλλαι ἐκτήξιες Hp.Prorrh.2.8, τῆς πιμελῆς Orib.4.2.4
•licuación τῶν φλεβῶν Hp.Aër.10
•consunción, extenuación, enflaquecimiento excesivo ἔ. ἐσχάτη Hp.Epid.7.3, cf. Erot.36.16, τοῦ σώματος Gal.9.234, σαρκῶν τε καὶ στερεῶν αὐτῶν Gal.Urin.114, τῶν στερεῶν μορίων Steph.in Hp.Progn.192.40.
2 fig. aflicción extrema παραλύειν ταῖς ἀμέτροις ἐκτήξεσιν Basil.M.31.1349A, ψυχῆς Didym.in Ps.279.17.
German (Pape)
[Seite 781] ἡ, das Ausschmelzen, Ausfließenmachen, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
dissolution, exténuation.
Étymologie: ἐκτήκω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτηξις: -εως, ἡ, ἡ τῆξις, ἡ ἐξάντλησις, φλεβῶν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287.
Greek Monolingual
ἔκτηξις, η (Α)
1. τήξη, λέπτυνση, εξάντληση («ἔκτηξις φλεβῶν», Ιπποκρ.)
2. ακύρωση συμβολαίου επιγρ..