ὑπερφιλέω
From LSJ
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
English (LSJ)
love beyond measure, Ar.Pl.1072, X.Cyr.1.4.6, etc.
German (Pape)
[Seite 1203] (s. φιλέω), über die Maaßen lieben; Ar. Pl. 1072; Xen. Cyr. 1, 4, 6.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aimer à l'excès, passionnément.
Étymologie: ὑπέρ, φιλέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερφῐλέω: безмерно любить Arph., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερφῐλέω: ἀγαπῶ ὑπερμέτρως, Ἀριστοφ. Πλ. 1072, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 6, κλπ.
Greek Monotonic
ὑπερφῐλέω: μέλ. -ήσω, αγαπώ υπερβολικά, σε Αριστοφ., Ξεν.