ἐπιπομπεύω

From LSJ
Revision as of 12:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2, $3.<br")

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπομπεύω Medium diacritics: ἐπιπομπεύω Low diacritics: επιπομπεύω Capitals: ΕΠΙΠΟΜΠΕΥΩ
Transliteration A: epipompeúō Transliteration B: epipompeuō Transliteration C: epipompeyo Beta Code: e)pipompeu/w

English (LSJ)

triumph over, ταῖς τῆς πατρίδος συμφοραῖς Plu.Caes. 56.

German (Pape)

[Seite 972] worüber triumphiren, ταῖς πατρίδος συμφοραῖς Plut. Caes. 56.

French (Bailly abrégé)

triompher sur, triompher de, τινι.
Étymologie: ἐπί, πομπεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπομπεύω: досл. торжествовать, перен. злорадствовать (ταῖς συμφοραῖς τινος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπομπεύω: ἐμπομπεύω, πομπεύω ἐπί τινι, ταῖς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῖς οὐ καλῶς εἶχεν Πλουτ. Καῖσ. 56.

Greek Monolingual

ἐπιπομπεύω (Α) πομπεύω
τελώ πομπή, κάνω θρίαμβο, και επομένως χαίρομαι, πανηγυρίζω («ταῖς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῑς», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπιπομπεύω: μέλ. -σω, θριαμβεύω, τινί, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. σω
to triumph over, τινί Plut.