μυρμηκίας

From LSJ
Revision as of 22:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρμηκίας Medium diacritics: μυρμηκίας Low diacritics: μυρμηκίας Capitals: ΜΥΡΜΗΚΙΑΣ
Transliteration A: myrmēkías Transliteration B: myrmēkias Transliteration C: myrmikias Beta Code: murmhki/as

English (LSJ)

λίθος, , a precious stone A with wart-like lumps upon it, Plin.HN37.174. II μ. χρυσός glod dug by μύρμηκες ΙΙ, Hld.10.26.

German (Pape)

[Seite 220] ὁ, λίθος, Plin. H. N. 37, 10, ein Edelstein mit erhabenen schwarzen Stellen, wie Warzen; – χρυσὸς μυρμηκίας, das nach der Fabel von den Ameisen in Indien gegrabene Gold.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
s.e. λίθος;
pierre précieuse tachetée de noir.
Étymologie: μύρμηξ.

Greek (Liddell-Scott)

μυρμηκίας: λίθος, ὁ, πολύτιμός τις λίθος, ἐφ’ οὗ ὑπάρχουσιν ἐξογκώματα ὅμοια πρὸς μυρμηκιὰν (τὸ ἐξάνθημα), Πλίν. 37. 63.

Greek Monolingual

μυρμηκίας, ὁ (Α)
φρ. α) «μυρμηκίας λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου που έχει μελανά στίγματα ή εξογκώματα όμοια με μυρμηγκιά, με ακροχορδόνα
β) «μυρμηκίας χρυσός» — είδος χρυσού με μελανές εκφύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρμηξ, -ηκος, «μυρμήγκι» + κατάλ. -ίας (πρβλ. κυκν-ίας)].