μυρρινάκανθος
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
[ᾰκ], ὁ, = μυρσίνη ἀγρία, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μυρρῐνάκανθος: ἡ ἀκανθώδης μύρτος, ruscus aculeatus, Γλωσσ.· - ὡσαύτως κεντρομυρρίνη καὶ ὀξυμυρρίνη, Λακων. μυρταλίς. 2) = μυρρίς, Διοσκ. Δ. 116 (ἐκ τῶν νόθων).
Greek Monolingual
μυρρινάκανθος, ἡ (Α)
ακανθώδης μύρτος, η άγρια μυρσίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρρίνη + ἄκανθος.
German (Pape)
ἡ, der der Myrte ähnliche, stachelige Strauch, ruscus, Mäusedorn, Myrtendorn, Diosc. – Lakon. μυρταλίς.