σιγηλός

From LSJ
Revision as of 18:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑγηλός Medium diacritics: σιγηλός Low diacritics: σιγηλός Capitals: ΣΙΓΗΛΟΣ
Transliteration A: sigēlós Transliteration B: sigēlos Transliteration C: sigilos Beta Code: sighlo/s

English (LSJ)

ή, όν, Dor. σῑγᾱλός, όν, Pi.P.9.92:—silent, Hp.Acut.65, S.Ph.741, Nicopho 27; disposed to silence, S.Tr.416; of animals, Arist.HA488a34; τὰ ἐκ ποδῶν σιγηλὰ σῴζοντες E.Ba.1049. Adv. -λῶς Poll.5.147.

German (Pape)

[Seite 878] dor. σιγαλός, bei Pind. P. 9, 92 zweier Endungen, σἰγαλὸς ἀμηχανία, schweigsam, still, ruhig; Soph. Trach. 416 Phil. 731; Eur. Suppl. 583 Bacch. 1047.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
silencieux, taciturne.
Étymologie: σιγή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιγηλός -ή -όν, Dor. σιγᾱλός [σιγή] zwijgzaam, stil.

Russian (Dvoretsky)

σῑγηλός: дор. σῑγᾱλός 3
1 молчащий, безмолвный, молчаливый, Pind., Soph., Eur.;
2 лишенный дара речи (τὰ ζῷα Arst.).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σιγηλός, -ή, -όν, ΝΑ
βλ. σιγαλός.

Greek Monotonic

σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, -όν, αυτός που ρέπει στη σιωπή, σιωπηλός, άφωνος, σε Σοφ.· τὰ σιγηλά, σιωπή, ησυχία, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σῑγηλός: -ή, -όν, Δωρ. σῑγᾱλός, όν, Πινδ. Π. 9. 163· - ὁ ἔχων διάθεσιν πρὸς σιωπήν, σιωπηλός, ἄφωνος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395, Σοφ. Τρ. 416, Φιλ. 741· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29· τὰ σιγηλά, σιωπή, Εὐρ. Βάκχ. 1049. - Ἐπίρρ. -λως, Πολυδ. Ε΄, 147.

Middle Liddell

σῑγηλός, ή, όν
disposed to silence, silent, mute, Soph.; τὰ σιγηλά silence, Eur.

English (Woodhouse)

secretive, silent

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=σιωπηλός). Ἀπό τό σιγή, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.