εὐνήτειρα

From LSJ
Revision as of 12:17, 9 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
épouse.
Étymologie: fém. de εὐνητήρ.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις².

German (Pape)

[Seite 1082] ἡ, = εὐνάτειρα, Aesch. Pers. 153; νὺξ εὐν. ἔργων Ap. Rh. 4, 1058.

Russian (Dvoretsky)

εὐνήτειρα: дор. εὐνάτειραсупруга Aesch., Anth.