disposición
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Spanish > Greek
αἵρεσις, βυβλίδιον, γυμνασία, διάθεμα, διάθεσις, διάληψις, διάσταλμα, διάστολον, διάταγμα, διάταξις, διαθεσμοθέτησις, διακόσμησις, διανέμησις, διανομή, διασκευή, διαστολή, διαταγή, διατύπωσις, ἀδνοτατίων, ἀνάταξις, ἀπάρτισις, ἀπόνευμα, ἁρμονία, ἐγκατασκευή, ἔνστασις, ἔνταξις