tumba
ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering
Latin > English
tumba tumbae N F :: tomb
Latin > English (Lewis & Short)
tumba: ae, f., = τύμβα (τύμβος),
I a sepulchral mound, a sepulchre, tomb, Prud. στεφ. 11, 9.
Latin > French (Gaffiot 2016)
tumba, æ, f. (τύμβα), tombe, sépulcre : Hier. Ezech. 11, 39, 1.
Latin > German (Georges)
tumba, ae, f. (v. τύμβος), das Grab, Prud. perist. 11, 9. Greg. homil. in evang. 2, 27, 9 u. 28, 3. Gloss. in Sidon. p. 27, 28.
Spanish > Greek
ᾍδης, ἄδυτον, ἄριζος, βόθρος, βοῦστον, βρένθος, γοῦντα, γούντη, γουτάριον, διαφθορά, ἔμβασις, ἐμβατή, ἐνταφή, ἐντάφιον, ἐντομίς, ἕρμαιον, ἑστία, εὐνή, ἠρίον, θήκη, θῆμα, κάλυμμα, κατασκαφή, κοιμητήριον, κοιτών, λέσχη, μνάμα, μνῆμα, μνήμη, μνημόριον, νεκροδοχεῖον, νεκροθήκη, περιβολή, σακός, σᾶμα, σηκός, σῆμα, σκάφη, στέγος, στιβάς, σωματοφυλάκιον, τάφειμα, ταφή, τάφος, τόπος, ἡρῷον, τύμβευμα, τύμβος, χοῦς θανάτου