ἕωσπερ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
strengthened for ἕως, Th.7.19, Pl.Phdr.243e, v.l. in D.25.70, etc.
German (Pape)
[Seite 1135] auch getrennt geschrieben, so lange als nur, bis, in den Constructionen wie ἕως, Plat. Phaedr. 243 e Apol. 29 d u. öfter,
French (Bailly abrégé)
ou ἕως περ;
conj.
aussi longtemps que, tant que ; se construit comme ἕως.
Russian (Dvoretsky)
ἕωσπερ: (intens. к ἕως II) до тех пор пока, все время как, пока только: ἕ. ἂν ᾖς ὃς εἶ Plat. пока ты будешь таким, каким являешься; ἕ. ἔφθασεν ἑσπέρα γενομένη Xen. до тех пор, пока не надвинулся вечер; ἕ. ἂν ἐκτίσῃ Dem. вплоть до уплаты (долга).
Greek (Liddell-Scott)
ἕωσπερ: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἕως, ἔτι καὶ ἕως, Θουκ. 7. 19, Πλάτ., κλ.
Greek Monolingual
ἕωσπερ (Α)
επιτ. τ. του ἕως (I).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἕως (I) + περ «βέβαια, ακριβώς»].
Greek Monotonic
ἕωσπερ: επιτετ. αντί ἕως, έως, μέχρι, ώσπου, σε Θουκ.