φοβερόφθαλμος
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
German (Pape)
[Seite 1294] = Folgdm, Erkl. von γλαυκὸς δράκων, Schol. Pind. Ol. 8, 37.
Greek Monolingual
-ον, Α αυτός του οποίου τα μάτια προξενούν φόβο, φοβερόμματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοβερός + ὀφθαλμός (πρβλ. μεγαλ-όφθαλμος, μον-όφθαλμος)].