χλωρο-
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
ΝΜΑ
α' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων της Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθετο χλωρός και εμφανίζει τις σημασίες του επιθέτου χλωρός, δηλαδή τόσο τη σημασία του ωχρού, του πρασινωπού (πρβλ. χλωρό-πτιλος, χλωρο-φύλλη) όσο και τη σημασία του φρέσκου, του νωπού (πρβλ. χλωρό-τομος, χλωρο-τύρι), ενώ σε ορισμένα σύνθετα έχει τη σημασία της χλωρής βλάστησης, της χλόης (πρβλ. χλωρο-φάγος, χλωρο-φόρος). Ειδικότερα στη Νέα Ελληνική, το α' συνθετικό χλωρ(ο)- απαντά σε πολλούς, αντιδάνειους, επιστημονικούς όρους (πρβλ. χλωρο-φύλλη < γαλλ. chloro-phylle) και ειδικότερα της χημ. ορολογίας, για να δηλώσει την παρουσία ενός ατόμου χλωρίου σε μια χημική ένωση (πρβλ. χλωρο-φαινόλη < αγγλ. chloro-phenol).Παραδείγματα λ. με α' συνθετικό χλωρ(ο)-: αρχ. χλωραύχην, χλωροειδής, χλωρόκομος, χλωρομέλας, χλωροποιός, χλωρόπτιλος, χλωρότομος, χλωροφόρος
μσν.
χλωροφάγος
νεοελλ.
χλωραιθάνιο, χλωραιθέρας, χλωραιμία, χλωραμίνη, χλωραναιμία, χλωρανθία, χλωράσβεστος, χλωρέγχυμα, χλωροβενζόλιο, χλωρόκλαδο, χλωρομεθάνιο, χλωρόξυλο, χλωροπλάστης, χλωροτύρι, χλωρουραιμία, χλωροφαινόλη, χλωροφανής, χλωροφόρμιο, χλωροφύλλη, χλωρόφυτο, χλωρυδρία.