χλωρόκομος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλωρόκομος Medium diacritics: χλωρόκομος Low diacritics: χλωρόκομος Capitals: ΧΛΩΡΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: chlōrókomos Transliteration B: chlōrokomos Transliteration C: chlorokomos Beta Code: xlwro/komos

English (LSJ)

χλωρόκομον, green-leaved, στέφανος δάφνας E.IA759 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1360] grün belaubt, Eur. στέφανος δάφνας, I. A. 759.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la chevelure verdoyante ou verte.
Étymologie: χλωρός, κόμη.

Russian (Dvoretsky)

χλωρόκομος: зеленолистый (στέφανος δάφνας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χλωρόκομος: -ον, ὁ ἔχων χλωρὰ φύλλα, χλωρόκομος στέφανος δάφνης Εὐρ. Ι. Α, 759.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει χλωρή κόμη, χλωρό φύλλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο)- + -κομος (< κόμη), πρβλ. καλλίκομος].

Greek Monotonic

χλωρόκομος: -ον (κόμη), αυτός που έχει χλωρά φύλλα, σε Ευρ.

Middle Liddell

χλωρό-κομος, ον, κόμη
green-leaved, Eur.