νεωλκός

From LSJ
Revision as of 14:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωλκός Medium diacritics: νεωλκός Low diacritics: νεωλκός Capitals: ΝΕΩΛΚΟΣ
Transliteration A: neōlkós Transliteration B: neōlkos Transliteration C: neolkos Beta Code: newlko/s

English (LSJ)

ὁ, (ναῦς, ἕλκω) one who hauls up a ship into dock, Arist.Ph.250a18, SIG1000.22 (Cos, i B.C.), Poll.7.190, 10.148.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui tire les vaisseux à sec.
Étymologie: ναῦς, ἕλκω.

Russian (Dvoretsky)

νεωλκός:ἕλκω вытаскивающий судно на берег, бурлак Arst.

Greek (Liddell-Scott)

νεωλκός: ὁ, (ναῦς, ἕλκω) ὁ ἀνασύρων πλοῖον εἰς τὴν ξηρὰν ἢ ἐκ τῆς ξηρᾶς καθελκύων εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 5, 4, Πολυδ. Ζ΄, 190., Ι΄, 148· πρβλ. ὁλκός.

Greek Monolingual

ο (Α νεωλκός)
αυτός που έλκει τα πλοία στη ξηρά, που φέρνει τα πλοία στο νεώλκιο («νεωλκοῦ δὲ σκεύη, φάλαγγες, φαλάγγια, ὅλκοι», Πολυδ.)
νεοελλ.
το νεώλκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηF-ολκός (< νāF-ολκός) < ναῦς, νᾶος / νηός «πλοίο» + -ολκός (< ἔλκω) με σίγηση του -F- και αντιμεταχώρηση (πρβλ. ιχθυ-ολκός)].

Greek Monotonic

νεωλκός: ὁ (ναῦς, ἕλκω), ρυμουλκός πλοίου, αυτός που ανασύρει πλοίο στην ξηρά ή το καθελκύει στη θάλασσα από την ξηρά, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νε-ωλκός, οῦ, ὁ, ναῦς, ἕλκω
a ship-hauler, Arist.