φρενοκλόπος

From LSJ
Revision as of 10:37, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενοκλόπος Medium diacritics: φρενοκλόπος Low diacritics: φρενοκλόπος Capitals: ΦΡΕΝΟΚΛΟΠΟΣ
Transliteration A: phrenoklópos Transliteration B: phrenoklopos Transliteration C: frenoklopos Beta Code: frenoklo/pos

English (LSJ)

ον, stealing the understanding, deceiving, Ἔρως APl.4.198 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1304] den Verstand raubend, dah. betrügend, täuschend, Qu. Maec. 9 (Plan. 198).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trompe l'esprit ou le cœur.
Étymologie: φρήν, κλέπτω.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοκλόπος: -ον, ὁ κλέπτων, ἐξαπατῶν τὰς φρένας, φρενοκλόπος ἔρως Ἀνθ. Πλαν. 198· ― φρενοκλοπέω, «φρενοκλοπεῖ· ἐξαπατᾷ» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εξαπατά, που πλανεύει το πνεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κλοπος (< κλοπός < κλέπτω), πρβλ. ἀνδραποδο-κλόπος, κυνο-κλόπος].

Greek Monotonic

φρενοκλόπος: -ον (κλέπ-τω), αυτός που κλέβει το μυαλό, που εξαπατά, σε Ανθ.

Middle Liddell

φρενο-κλόπος, ον, κλέπτω
stealing the understanding, deceiving, Anth.