πολυπευθής
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ές, much-inquiring, ἑβδόμη a day on which many persons consult the oracle, Plu.2.292f.
German (Pape)
[Seite 668] ές, viel fragend, bei Plut. quest. gr. 9 ἡμέρα, ein Tag, an dem viel gefragt wird.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
où l'oracle est fort interrogé.
Étymologie: πολύς, πυνθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
πολυπευθής: ознаменованный многими вопросами: ἡμέρα π. Plut. день многочисленных обращений к оракулу.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠπευθής: -ές, ὁ πολλὰ ἐρωτῶν, ἐρευνῶν ἡμέρα π.· καθ’ ἣν πολλοὶ συμβουλεύονται τὸ μαντεῖον, Πλούτ. 2. 292Ε.
Greek Monolingual
-ές, Α
φρ. «ἑβδόμη πολυπευθής» — η μέρα κατά την οποία πολλοί ζητούσαν προβλέψεις για το μέλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πευθής (< πεύθω «πληροφορούμαι»), πρβλ. νεο-πευθής].