πυρρόχρους
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
-ουν, contr. for πυρρόχροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. πυρρόχροος.
Greek Monolingual
-ουν, και πυρρόχροος, -η, -ο / πυρρόχροος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει πυρρό χρώμα, ξανθοκόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + -χροος / -χρους (< χρώς, χροός), πρβλ. ροδό-χρους].