ὁμοερκής
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ές, within the same house or prison, Sol. ap. Poll.6.156, Din.Fr.84 S.; ὁ. κίονες, of pillars in mines, like μεσοκρινεῖς, AB286 :—also ὁμο-ειρκτής, οῦ, ὁ, Phot.
German (Pape)
[Seite 334] ές, in demselben Gehäge, Gehöfte, Sol. bei Poll. 6, 156, der das Wort tadelt. – B. A. 286 sind ὁμοερκεῖς κίονες erkl. οἱ τῶν μετάλλων κίονες.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοερκής: -ές, ὁ ὑφ’ ἓν ἕρκος μένων, τουτέστιν ὑπὸ τὸν αὐτὸν περίβολον, Δείναρχ. παρ’ Ἁρποκρ. ἐν λέξ. ὁμοερκές, Σόλων παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 156· ὁμ. κίονες ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς μεταλλείοις στύλων, ὡς τὸ μεσοκρινεῖς, Α. Β. 286· ― ὡσαύτως ὁμοείρκτης, ου, ὁ, «ὁμότοιχος· ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους» Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.
Greek Monolingual
ὁμοερκής, -ές (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια οικία ή στην ίδια φυλακή με κάποιον
2. φρ. «κίονες ὁμοερκεῖς» — κίονες που χρησιμοποιούνταν ως στήριγμα σε μεταλλεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ερκής (< ἔρκος «φραγμός»), πρβλ. ευ-ερκής].